- αναμερισμένος
- η , ο оставленный без внимания; тот, которым пренебрегли
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναμερίζω — (Α ἀναμερίζω) (Ν και ανεμερίζω και αναμερώ) νεοελλ. 1. απομακρύνω κάτι από τη θέση του, παραμερίζω, μετακινώ 2. τακτοποιώ, συγυρίζω 3. απομακρύνομαι από τη θέση μου, στέκω παράμερα 4. (η παθ. μτχ. πρκμ.) αναμερισμένος, η, ο περιφρονημένος αρχ.… … Dictionary of Greek
αναμερίζω — και αναμεράω μέρισα, μερίστηκα, μερισμένος 1. μτβ., παραμερίζω, εκτοπίζω: Για να πάρει τη θέση αυτή αναμέρισε παλιότερους και καλύτερούς του. 2. αμτβ., αποτραβιέμαι, αφήνω τόπο σ άλλους: Αναμέρισε για να περάσει ο γέροντας. 3. η μτχ. του παθ. πρκ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)